ἐμβολοειδής

English (LSJ)

ἐμβολοειδές, wedge-shaped, σχῆμα Asct.Tact.7.2; τάξις ib.3, Arr.Tact.16.6.

Spanish (DGE)

-ές
en forma de perno o cuña κατὰ σχῆμα ... ἐμβολοειδές Ascl.Tact.7.2, cf. 3, Arr.Tact.16.6.

German (Pape)

[Seite 806] keilförmig, τάξις Arr. tact.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβολοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἐμβόλου, τάξις Ἀρρ. Τακτ. 44.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐμβολοειδής, -ές)
όμοιος με έμβολο.