ἐμβρωματίζω
From LSJ
English (LSJ)
= ψίχω, ψίω, EM819.6, Suid.:—aor. Pass. in med. sense, take a meal or snack, Apollon.Lex. s.v. δειελιήσας.
Spanish (DGE)
1 dar de comer ἐνεβρωμάτισεν αὐτό (τὸ τέκνον) Hierocl.Facet.236, cf. Hdn.Gr.1.455, EM 220.48G., Eust.840.24.
2 en v. med.-pas. comer τῆς δείλης ἐμβρωματισθείς Apollon.Lex.926, εἰς κόρον ἐμβρωματίζονται Eust.1461.21.
German (Pape)
[Seite 807] zu essen geben; im med. = essen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρωματίζω: παρέχω τροφὴν εἴς τινα νὰ φάγῃ. Εὐστ. Πονημάτ. 158. 80. - Παθ., τρώγω, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Εὐστ. Πονημάτ. 39. 26, κτλ.
Greek Monolingual
ἐμβρωματίζω (AM)
1. δίνω τροφή, τροφοδοτώ
2. (παθ. και μέσ.) τρώω.