ἐμπρακτικός
English (LSJ)
ἐμπρακτική, ἐμπρακτικόν, efficacious, Dsc.1.39 (Comp.), 2.78 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
eficaz de remedios medicinales, Dsc.2.78.2, Orib.13.μ.5.
German (Pape)
[Seite 817] ή, όν, wirksam, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρακτικός: -ή, -όν, φέρων ἀποτέλεσμα, ἀποτελεσματικός, τελεσφόρος, Διοσκ. 1. 48.
Greek Monolingual
ἐμπρακτικός, -ή, -όν (Α)
αποτελεσματικός.