eficaz
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Spanish > Greek
ἐνεργητικός, ἐνέργειος, ἐνδρανής, ἐνεργός, ἄρτιος, διαπληκτικός, δραστικός, βοηθητικός, ἐμπρακτικός, δραστικώδης, δραστηριώδης, δραστήριος, ἔμπρακτος, ἀνύσιμος, ἀκτικός, δυναμικός, δυνατός, ἐνεργής, διατατικός