eficaz
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
Spanish > Greek
ἐνεργητικός, ἐνέργειος, ἐνδρανής, ἐνεργός, ἄρτιος, διαπληκτικός, δραστικός, βοηθητικός, ἐμπρακτικός, δραστικώδης, δραστηριώδης, δραστήριος, ἔμπρακτος, ἀνύσιμος, ἀκτικός, δυναμικός, δυνατός, ἐνεργής, διατατικός