Greek (Liddell-Scott)
ἐναπολήγω: ἀπολήγω ἔν τινι, ταῖς διαδοχαῖς ἀλλήλων ἐναπολήγει Γρηγ. Νύσσ. τ.1. σ. 132D.
Spanish (DGE)
resultar, terminar o acabar en c. dat. εὐφροσύναι καὶ ἡδοναὶ ... ταῖς τοιαύταις ὀδύναις ἐναπολήγουσιν Gr.Nyss.Virg.307.15, cf. Melet.451.13, ἡ ὄψις ... τῷ ἀέρι Ps.Caes.41.19.