Ion. for ἐναφῆκε, 3sg. aor. 1 of ἐναφίημι.
v. ἐναφίημι.
ἐναπῆκε: Ἰων. ἀντὶ ἐναφῆκε, γ΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ τοῦ ἐναφίημι.
ἐναπῆκε: Ιων. αντί ἐναφῆκε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἐναφίημι.