ἐνδιαστέλλω

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Spanish (DGE)

1 marcar una separación, diferenciar, dejar claro λέγεται δὲ διαστολὴ στιγμὴ ἐνδιαστελλοῦσα τὰς ἀναγιγνωσκομένας λέξεις Theodos.Gr.Sp.58.22.
2 en v. med. explicarse con claridad τοῦτον ἐνδιαστελοῦμαι τὸν τρόπον Stob.2.7.4a.