ἐνεμποδίζω

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Spanish (DGE)

1 impedir, retardar (ἡ λύπη) ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα Anon.in EN 452.25.
2 demorar, detener en v. pas. ἐνεμποδίσθη παρὰ τοῦ Βελίαρ T.Sal.D 1.5.