ἐντορνεύω

English (LSJ)

turn by the lathe, in pf. Pass. ἐντετορνεύσθω Hero Aut. 16.2.

Spanish (DGE)

1 mec. trabajar al torno en perf. pas. ἐντετορνεύσθω σωλήν Hero Aut.16.2.
2 cincelar, grabar ἐν ταῖς θύραις ... τὰς τῶν εἰδώλων μορφάς Cyr.Al.M.70.1261A, cf. Dial.Trin.1.412d, en v. pas. Μωσῆς ... ἐν ταῖς πλαξὶν δέκα λόγους ... ἐντορνευθέντας ἐδέξατο Ps.Caes.46.8, λατρείαν, ᾗ δὴ μάλιστα τὸ τῆς ἀληθείας ἐντετόρνευται κάλλος adoración en la que precisamente la belleza de la verdad está grabada Cyr.Al.M.70.1373B.
3 fig. infligir ὅτι καὶ λύπας ἐντορνεύουσιν ὑποταράττοντες τὸ ἡγεμονικόν Nil.M.79.1133B.

German (Pape)

[Seite 857] eindrechseln, oft v.l. des Vor.

Russian (Dvoretsky)

ἐντορνεύω: Plut. = ἐντορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντορνεύω: κατασκευάζω διὰ τοῦ τόρνου, Ἥρων Αὐτομ. 259. 19· ἴδε τὸ προηγ.

Greek Monolingual

ἐντορνεύω)
σχηματίζω κοιλότητες με τόρνο, τορνεύω κάτι εσωτερικά, κατασκευάζω κάτι με τόρνο, το περνώ από τόρνο.