ἐπαγρύπνησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, watching for, ibid.; εἴς τι Aristeas 167; watchfulness, Phld.Lib.p.7 O.
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, das Auflauern, Aristaen. 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγρύπνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαγρυπνεῖν, Ἀρισταίν. 1. 27· ὡσαύτως ἐπαγρυπνία, Ἰαμβλ. Βίος Πυθαγ. 3 (13).