ἐπισχετλιάζω

English (LSJ)

lament over, Sch.Il.16.686.

German (Pape)

[Seite 988] darüber klagen, Schol. Il. 9, 686.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισχετλιάζω: σχετλιάζω ἐπί τινι, Σχόλ. Ἐνετ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Π. 686.