σχετλιάζω
English (LSJ)
complain, protest, be indignant, complain of hardship, utter indignant complaints, Ar. Pl.477, Aeschin.3.146, D.40.53, Thphr. Char.8.9, etc.; σ. φάσκων . . Antipho 3.4.4; ἀγανακτούντων καὶ σχετλιαζόντων ὡς δεινὰ πάσχουσι = being indignant and complaining that they are treated terribly Pl.Grg.519b; σ. καὶ λέγειν ὡς . . Aeschin.2.154; σ. ἐπὶ τῇ τόλμῃ D.34.19; πρὸς τὴν τύχην Aristaenet. 2.7: c. neut. Adj., σ. τὸ συμβάν Id.1.6; τοιαῦτα σ. Plu.Cam. 31.
German (Pape)
[Seite 1054] über Gewalt, erlittenes Unrecht klagen, sich erschrecklich gebehrden, kläglich thun, u. übh. klagen, unwillig sein od. werden; Ar. Plut. 477; Plat. Gorg. 519 b; Antipho 3 δ 3; ἐπὶ τῇ τόλμῃ, Dem. 34, 19; Pol. 5, 26, 6 u. Sp., wie Luc. fugit. 3.
French (Bailly abrégé)
se plaindre, être mécontent, s'irriter : ἐπί τινι, τι de qch.
Étymologie: σχέτλιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχετλιάζω [σχέτλιος] misbaar maken:. οὐ δεῖ σχετλιάζειν καὶ βοᾶν πρὶν ἂν μάθῃς je moet geen misbaar maken en schreeuwen voordat je me hebt aangehoord Aristoph. Pl. 477.
Russian (Dvoretsky)
σχετλιάζω: изливаться в жалобах, жаловаться, сетовать, негодовать (ἐπί τινι Dem. и τι Plut.): οὐ δεῖ σ. πρὶν ἂν μάθῃς Arph. не следует возмущаться прежде, чем не узнаешь (в чем дело).
Greek (Liddell-Scott)
σχετλιάζω: μέλλ. -άσω, παραπονοῦμαι σφόδρα, παραπονοῦμαι μετ’ ὀργῆς, ἐκφέρω παράπονα μετ’ ἀγανακτήσεως, κατακραυγάζω, Ἀριστοφάν. Πλ. 477, Αἰσχίν. 74. 23, Δημ., κλπ.· σχ. φάσκων... Ἀντιφῶν 124. 17· σχ. ὡς δεινὰ πάσχουσι Πλάτ. Γοργ. 519Β· σχ. καὶ λέγειν ὡς... Αἰσχίν. 49. 1· σχ. ἐπὶ τῇ τόλμᾳ Δημ. 913. 9· πρὸς τὴν τύχην Ἀρισταίν. 2. 7· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ., σχ. τι ὁ αὐτ. 1. 6, Πλουτ. Κάμ. 31.
Greek Monolingual
ΝΑ σχέτλιος
1. παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι
2. αγανακτώ
αρχ.
(με ουδ. επιθ.) κατακρίνω κάτι με αγανάκτηση («σχετλιάζειν τὸ συμβάν», Αρισταίν.).
Greek Monotonic
σχετλιάζω: μέλ. -άσω, παραπονούμαι για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω, παραπονούμαι με αγανάκτηση και πικρία, μεμψιμοιρώ, αγανακτώ, δυσανασχετώ, σε Αριστοφ., Ρήτ.
Middle Liddell
σχετλιάζω, fut. -άσω
to complain of hardship, to complain angrily, inveigh bitterly, Ar., Oratt.