ἐρυθρόξανθος
English (LSJ)
ἐρυθρόξανθον, reddish-yellow, Aët.12.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐρυθρόξανθος, -ον)
ερυθρός και ξανθός, ξανθοκόκκινος.
ἐρυθρόξανθον, reddish-yellow, Aët.12.13.
-η, -ο (Α ἐρυθρόξανθος, -ον)
ερυθρός και ξανθός, ξανθοκόκκινος.