ἐφέτος

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέτος: ἐφετινός, ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 336, κἑξ.