ἔγγονον

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: frec. en cód. por ἐκγονον, v. ἔκγονος
I 1gener. plu. hijos, descendencia (Ἡρακλεῖ) ἀνέθηκε ... Λίβυν καὶ τὰ ἔγγονα αὐτοῦ ICos ED 149.4 (IV a.C.), τῆς ἐμῆς θεραπαινίδος τὰ ἔγγονα Ph.1.541, τὰ γνήσια ἔγγονα Ph.1.694, ὅπως ... τὰ ἔγγονα ἐρρωμενέστερα παρέχωσι Plu.2.228b, πρὸς τὰ ἔγγονα φιλοστοργία Arr.Epict.1.23.3, cf. Plu.2.494d, Gal.2.29
descendiente ἔ. αὐτῶν τῶν Οἰνώτρων D.H.1.13, εὐπρεπέστερά τε καὶ εὐφωνότερα τῶν θεῶν ἔγγονα Procl.in R.1.170
sg. colect. descendencia τὸ δ' ἐξ ἀμφοῖν ἔ. καὶ γένεσιν ὀνομάζειν Plu.2.373e, fig. θῆλυ μὲν οὖν ἔ. ψυχῆς ἐστι κακία Ph.1.183
de anim. cría de burro SB 6283a.42 (III a.C.), BGU 912.22 (I d.C.), de pelícano, Eus.M.23.1253D, gener. Ph.2.397.
2 lo concebido, feto ὅμοιον ἢ ἀνόμοιον ἐργάσασθαι τὸ ἔ. ὁποτέρῳ τῶν γεννησάντων Gal.4.603
embrión de las tortugas τὰ ἔγγονα αὐταῖς τῶν ᾠῶν συμπαγέντων ζῷα γίνεται Ael.VH 1.6.
3 plu. nietos Hsch.
II fig., c. gen. de abstr. o cosa criatura, resultado, producto (ἔφα) ἰδέαν, ὕλαν, αἰσθητὸν τὸ οἷον ἔ. τουτέων Ti.Locr.93b, (διανοίας) ἔγγονα Ph.1.290, 305, τὴν ἐνέργειαν καὶ τὸ κάλλος· ἄμφω γὰρ ἦν ταύτης (ὑγιείας) ἔγγονα Gal.5.833, μηδὲν ἔ. κακίας Callistr.10, ἀμφοῖν δὲ μεγάλοιν (σπλάγχνοιν) μεγάλα τὰ ἔγγονα αἱ φλεγμοναί Aret.CA 2.7.2, cf. Gal.2.122, 7.296, Aët.1.6, Orib.Eup.2.1α.6, ἅπερ ἔγγονα πάντα τῆς τοῦ πλείονος ἐπιθυμίας Gr.Nyss.Beat.128.2.

Russian (Dvoretsky)

ἔγγονον: τό потомство (τὰ τῶν νέων ἔγγονα Arst.).