ἔνατμος
English (LSJ)
ἔνατμον, full of vapour, D.S.2.49.
Spanish (DGE)
-ον
que contiene una exhalación aromática, αὐτὸ τὸ τῆς γῆς ἔχει τι φυσικὸν ἔνατμον D.S.2.49.
German (Pape)
[Seite 830] voll von Dünsten, D. Sic. 2, 49.
Russian (Dvoretsky)
ἔνατμος: полный испарений (sc. ἡ γῆ Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἔνατμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ατμό.