ἠέρι

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἠέρι: Ἰων. καὶ Ἐπ. δοτ. τοῦ ἀήρ, Ὅμ.

Greek Monotonic

ἠέρι: Ιων. και Επικ. δοτ. του ἀήρ, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἠέρι: эп. dat. к ἀήρ.