ἠλήλατο

English (LSJ)

ἠλήλαντο, v. ἐλαύνω. ἤλημα, v. βήλημα.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλήλατο: ἠλήλαντο, ἴδε ἐν λ. ἐλαύνω.

English (Autenrieth)

see ἐλαύνω.