βήλημα

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βήλημα Medium diacritics: βήλημα Low diacritics: βήλημα Capitals: ΒΗΛΗΜΑ
Transliteration A: bḗlēma Transliteration B: bēlēma Transliteration C: vilima Beta Code: bh/lhma

English (LSJ)

(i.e. ϝηλ-), ατος, τό, = κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῷ (Lacon.), Hsch., cf. IG5(1).1390.104 (Andania).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mota, represa μήτε [τὸ β] ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ IG 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología: De Ϝήλημα a partir de εἰλέω < Ϝελνέω q.u.

Frisk Etymological English

Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Origin: see εἴλω
Etymology: To Messen. ἤλημα. - From *Ϝέλ-νημα, s. εἴλω and ἁλής.

Frisk Etymology German

βήλημα: {bḗlēma}
Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Etymology: Dazu messen. ἤλημα. — Aus *ϝέλνημα, s. εἴλω und ἁλής.
Page 1,233