ἠπίολος

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἠπίολος: ὁ, πυραύστης ὁ περὶ τὸν λύχνον πετόμενος, πεταλούδα τοῦ λύχνου (tinea mellonella), Ἀριστ. Ἰστ. Ζ. 8. 27, 2.