ἡμίσευμα
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό, a half, LXX Nu.31.36; παραλληλογράμμου Theol.Ar.39; name of a tax on vines, PSI4.434.4 (sg., iii B.C.), Raccolta Lumbroso123(pl., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1170] τό, das Halbirte, Theolg. arith.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίσευμα: τό, τὸ ἥμισυ, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 39.
Greek Monolingual
ἡμίσευμα, τὸ (Α) ημισεύω
το αποτέλεσμα του ημισεύω, αυτό που διαιρέθηκε σε δύο ίσα μέρη, το ήμισυ.