ημισεύω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.