ἡμιεκατοστή

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιεκατοστή: ἡ, (τόκος) Βασιλ. ἐκδ. Heimb. τ. 2, παραρτ. σ. 254.