ἡμικατάλυτος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
ἡμικατάλυτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ καταλυθείς, καταστραφείς, ἡμ. ναοὶ τῶν εἰδώλων Ζωναρ. ἐν Συντ. καν. τ. 3, σ. 462.