ἡμικλήριον
English (LSJ)
τό, (κλῆρος A)
A half the inheritance, Is.7.6, D.48.20; pleon., τοῦ κλήρου τὸ ἡμικλήριον Is.11.24.
II half a κλῆρος, PPetr.3p.245 (iii B.C., PMagd.1.6 (iii B.C.), Schwyzer 734.4 (Zelea).
German (Pape)
[Seite 1168] τό, halbe Erbschaft, Is. 7, 6 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-héritage.
Étymologie: ἡμι-, κλῆρος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμικλήριον: τό (тж. τὸ τοῦ κλήρου ἡ. Isae.) половина наследства Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικλήριον: τό, (κλῆρος) τὸ ἥμισυ τῆς κληρονομίας, Ἰσαῖ. 64. 2, Δημ. 1173. 6· πλεον., τοῦ κλήρου τὸ ἡμ., Ἰσαῖ. 86. 18.
Greek Monolingual
ἡμικλήριον, τὸ (Α)
1. το μισό μέρος της κληρονομιάς κάποιου
2. το μισό του κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κλήρ-ιον (< θ. κληρ- του κλήρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].
Greek Monotonic
ἡμικλήριον: τό (κλῆρος), το ήμισυ της κληρονομιάς, η μισή κληρονομιά, σε Δημ.