ἡμιστάτηρον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, half-στατήρ, IG12.917 (prob.), SIG218.25 (Olbia, iv B.C.), Schwyzer 701 (Erythrae, v B.C.), Arist.Fr.529, cf. Hsch. s.v. ἡμίχα.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιστάτηρον: τό, ἥμισυς στατήρ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 486, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἥμιχα.

Greek Monolingual

ἡμιστάτηρον, τὸ (Α)
μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατονστάτηρον, πεντηκονταστάτηρον].