ἰσάμιλλα
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Russian (Dvoretsky)
ἰσάμιλλα: adv. равными силами, с равным успехом, наравне (δραμεῖν ἐλάφοισι Anth.).
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἰσάμιλλα: adv. равными силами, с равным успехом, наравне (δραμεῖν ἐλάφοισι Anth.).