ἰχθυοθηρητήρ
English (LSJ)
ἰχθυοθηρητῆρος, ὁ, AP7.702 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 1276] ῆρος, ὁ, Fischfänger, Apollds. 23 (VII, 702).
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἰχθυοθηρητήρ, ὁ (A)
ιχθυοθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + θηρητήρ «κυνηγός»].
Greek Monotonic
ἰχθυοθηρητήρ: -ῆρος, ὁ (θηράω), αλιευτής ψαριών, ψαράς, αλιέας, σε Ανθ.