θηρητήρ
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
Ionic for θηρατήρ.
German (Pape)
[Seite 1209] ῆρος, ὁ, ion. = θηρατήρ, Il. öfter; auch ἄνδρες θ., 12, 170. 21, 574.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θηρατήρ.
English (Autenrieth)
ῆρος, and θηρήτωρ, ορος (θηράω): hunter; also as adj., Il. 12.170, Il. 21.252; in Od. 21.397 the better reading is θηητήρ.
Greek Monolingual
θηρητήρ, ὁ και θηλ. θηρήτειρα (Α)
ιων. τ., βλ. θηρατήρ.
Greek Monotonic
θηρητήρ: -ήτωρ, Ιων. αντί θηρᾱτήρ, -άτωρ.
Russian (Dvoretsky)
θηρητήρ: ῆρος ὁ эп. = θηρευτής II.