ἱερακώδης
English (LSJ)
ἱερακῶδες, hawk-like, Eun.Hist.p.206 D.
German (Pape)
[Seite 1240] ες, habichtsartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἱέρακι, Εὐνάπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 54, 14.
Greek Monolingual
ἱερακώδης, -ῶδες (Α) ιέραξ
ιερακοειδής, όμοιος με γεράκι.