ἱματεύομαι
English (LSJ)
[ῑ], to be a clothier, IGRom.4.1209 (Thyatira) (nisi leg. πραγματεύομαι).
Greek Monolingual
ἱματεύομαι και ἱματιεύομαι (Α) ιμάτιον
πωλώ ιμάτια, ρούχα.
[ῑ], to be a clothier, IGRom.4.1209 (Thyatira) (nisi leg. πραγματεύομαι).
ἱματεύομαι και ἱματιεύομαι (Α) ιμάτιον
πωλώ ιμάτια, ρούχα.