ὀΐσατο

English (LSJ)

ὀϊσάμενος, v. οἴομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. Moy. épq. de οἴω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀΐσατο: ὀϊσάμενος, ἴδε ἐν λ. οἴομαι.

Greek Monotonic

ὀΐσατο: ὀϊσάμενος[ῑ], γʹ ενικ. και μτχ. αορ. αʹ του οἴομαι.