ὀϊσάμενος, v. οἴομαι.
3ᵉ sg. ao. Moy. épq. de οἴω.
ὀΐσατο: ὀϊσάμενος, ἴδε ἐν λ. οἴομαι.
ὀΐσατο: ὀϊσάμενος[ῑ], γʹ ενικ. και μτχ. αορ. αʹ του οἴομαι.