ὀκτάπαχυς

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάπαχυς: ὀκτάπηχυς, Δελφικ. Ἐπιγρ. 2529D, 27.