ὀλιγοτόκος

English (LSJ)

ον, bringing forth few, Arist. PA 688a32, GA 753a31.

German (Pape)

[Seite 322] wenig, selten gebärend, Arist. H. A. 6, 17 part. an. 4, 10.

Greek Monolingual

-ο (Α ὀλιγοτόκος, -ον)
αυτός που γεννά λίγα τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοτόκος: рождающий немногих детенышей, малоплодовитый Arst.