ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ὀλισθών: ἴδε ἐν λ. ὀλισθάνω.
ὀλισθών: μτχ. αορ. βʹ του ὀλισθαίνω.
ὀλισθών: part. aor. 2 к ὀλισθάνω.