ὀνέλαφος

English (LSJ)

ὁ, (ὄνος) a kind of antelope (cf. τραγέλαφος), Callix. 2.

German (Pape)

[Seite 346] ὁ, der Eselhirsch, Ath. V, 201 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνέλᾰφος: ὁ, (ὄνος) εἶδος ἐλάφου (πρβλ. τραγέλαφος), Καλλίστρ. παρ’ Ἀθην. 200F.

Greek Monolingual

ὀνέλαφος, ὁ (Α)
είδος αντιλόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἔλαφος (πρβλ. ιππέλαφος)].