ὀστέωσις

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

ὀστέωσις: -εως, ἡ, ἡ συναρμογὴ καὶ στερέωσις τῶν ὀστῶν εἰς ἓν σύνολον, τὰ ὀστᾶ, Θεόκρ. 2, 62, κ. ἀλλ.