ὁλόξηρος
English (LSJ)
wholly dry, Sm.Ps.57(58).10.
German (Pape)
[Seite 326] ganz trocken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόξηρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΝΖ΄, 10.
wholly dry, Sm.Ps.57(58).10.
[Seite 326] ganz trocken, Sp.
ὁλόξηρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΝΖ΄, 10.