ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
και ολόξηρος, -η, -ο (ΑΜ ὁλόξηρος, -ον)εντελώς ξερός, κατάξεροςνεοελλ.(για τόπο) αυτός που δεν έχει καθόλου υγρασία ή πράσινο.