ολόξερος

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

Greek Monolingual

και ολόξηρος, -η, -ο (ΑΜ ὁλόξηρος, -ον)
εντελώς ξερός, κατάξερος
νεοελλ.
(για τόπο) αυτός που δεν έχει καθόλου υγρασία ή πράσινο.