ὁμοδούλως

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδούλως: Ἐπίρρ. τοῦ ὁμόδουλος, Εὐμάθ. σελ. 58, ἔκδ. Teuch.