ὑμάρτη

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Russian (Dvoretsky)

ὑμάρτη: adv. эол. Theocr. = ὁμαρτῆ.