ὑπερτοξεύσιμος
English (LSJ)
ὑπερτοξεύσιμον, to be shot beyond, μίασμ' ἔλεξας οὐχ ὑ. an abomination not to be outdone, A.Supp.473.
German (Pape)
[Seite 1202] mit Pfeilen darüber hinaus zu schießen, zu übertreffen, μίασμ' ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον Aesch. Suppl. 468.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτοξεύσῐμος: досл. победимый в состязаниях стрелков, перен. преодолимый: μίασμ᾽ οὐχ ὑπερτοξεύσιμον Aesch. неискупимый грех.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτοξεύσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ τοξεύσῃ ἐπέκεινα, μίασμ’ ἔλεξας οὐχ ὑπερτ., ἀνυπέρβλητον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 473.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί
2. μτφ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ξεχάσει ή να μην λάβει σοβαρά υπ' όψιν («μίασμ' ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερτοξεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. στρατεύσιμος)].