ὑποκοριζόντως

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκοριζόντως: μεθ’ ὑποκορισμοῦ, Ἰω. Γενέσ. σελ. 65. 7, ἔκδ. Β.