ὑποτριπλάσιος

English (LSJ)

ὑποτριπλάσιον, 'subtriple', i.e. in the ratio 1:3, contained three times, Nicom.Ar.1.18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτριπλάσιος: -ον, τρὶς μικρότερος ἢ ὀλιγώτερος, Νικομ. Ἀριθμ. 1, 18., 2, 27.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποτριπλάσιος, -ον, ΝΜΑ τριπλάσιος
τρεις φορές μικρότερος από άλλον.

German (Pape)

dreimal kleiner, Nicom. arithm. 1.18, 2.27.