ὑψιδαίδαλτος
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ὑψιδαίδαλτον, high and richly wrought, τρίποδες B.3.18.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο περίτεχνα και πλούσια κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δαιδάλλω «κοσμώ, ποικίλλω»].