δαιδάλλω

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδάλλω Medium diacritics: δαιδάλλω Low diacritics: δαιδάλλω Capitals: ΔΑΙΔΑΛΛΩ
Transliteration A: daidállō Transliteration B: daidallō Transliteration C: daidallo Beta Code: daida/llw

English (LSJ)

Act. only in pres. and impf.:—
A work cunningly, embellish, σάκος… πάντοσε δαιδάλλων Il.18.479; λέχος ἔξεον… δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ' ἐλέφαντι Od.23.200; of a painter or sculptor, Opp.C.1.335, IG14.967:—Pass., to be signed, be adorned, be embellished, be spotted, be marked, σφραγῖσι Opp.C.1.324.
2 metaph., δ. πόλιν εὐανορίαισι Pi.O.5.21; δ. ἔπεσιν Id.Parth.2.32:—Pass., δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι μῦθοι Id.O.1.29; πλοῦτος ἀρεταῖς δεδ. ib.2.53; [μέλη] δαιδαλθέντ' ἀοιδαῖς Id.N.11.18.

Spanish (DGE)

1 trabajar artísticamente, c. ac. de cosa embellecer, adornar σάκος ... πάντοσε δαιδάλλων Il.18.479, λέχος ... δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ' ἐλέφαντι Od.23.200, τὰν παιδὸς καλλίσταν εἰκῶ IUrb.Rom.102a.3, cf. Man.2.320, 4.441, Nonn.D.2.167
c. ac. de animado adornar, tatuar (τεχνήμονες ἄνδρες) δαιδάλλουσι πόσιν καλόν ref. un tipo de caballos no naturalmente moteados, Opp.C.1.335, cf. en v. pas. Opp.C.1.324
fig. c. suj. o instrum. de abstr., esp. la palabra o el canto πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν engalanar, e.e. engrandecer esta ciudad con sonadas gestas Pi.O.5.21, πολλὰ μὲν ... δαιδάλλοισ' ἔπεσιν Pi.Fr.94b.32, en v. pas. δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ... μῦθοι Pi.O.1.29, πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pi.O.2.53, (ἄνδρα) μελιγδούποισι δαιδαλθέντα ... ἀοιδαῖς Pi.N.11.18, cf. Synes.Hymn.1.338.
2 esculpir, representar en una estatua en v. pas. τὸν Ὄσιριν ... δαιδαλθῆναι ἐκέλευσεν Clem.Al.Prot.4.48.

German (Pape)

[Seite 514] (δα'Ω; zunächst entstanden aus δαιδαλίω), kunstvoll arbeiten, verzieren; Hom. Odyss. 23, 200 λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳἠδ' ἐλέφαντι, also wohl eingelegte Arbeit; Iliad. 18, 479 ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν. – Übh. = schmücken, zieren; πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pind. Ol. 2, 58; πόλιν εὐανορίαισιν 5, 21; δαιδαλθεὶς ἀοιδαῖς P. 4, 296; μῦθοι ψεύδεσι ποικίλοις δεδ. Ol. 1, 29; Sp.

French (Bailly abrégé)

travailler artistement ; particul. orner de ciselures ou plaquer d'or, d'argent, d'ivoire, etc.
Étymologie: δαίδαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιδάλλω [δαίδαλος] ptc. aor. pass. δαιδαλθείς, kunstig bewerken, versieren:; ποίει... σάκος... παντόσε δαιδάλλων hij maakte een schild, waarbij hij het kunstig aan alle kanten bewerkte Il. 18.479; overdr. pass.: δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις … μῦθοι verhalen versierd met bonte leugens Pind. O. 1.29.

Russian (Dvoretsky)

δαιδάλλω:
1 искусно отделывать, художественно украшать (τι χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ Hom.);
2 приукрашивать (δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι μῦθοι Pind.);
3 возвеличивать, прославлять (πόλιν εὐανορίαισι Pind.);
4 быть искусным Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδάλλω: τὸ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καί παρατ. (πρβλ. δαιδαλόω)· (κατ’ ἀναδιπλ. τύπος ἐκ τῆς √ΔΑΛ)· -ἐργάζομαι εὐφυῶς, τεχνικῶς, κοσμῶ ἢ ποικίλλω μετὰ περιέργου τέχνης, σάκοςπάντοτε δαιδάλλων Ἰλ. Σ. 479· λέχος ἔξεον… δαιδάλλων χρυσῷ τε καί ἀργύρῳ ἠδ’ ἐλέφαντι Ὀδ. Ψ. 200· ἐπὶ γλύπτου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 55. 2) μεταφ., δ. πόλιν εὐανορίαισι Πίνδ. Ο. 5. 49. -Παθ., μῦθοι ψεύδεσι δεδαιδαλμένοι ὁ αὐτ. Ο. 1. 46· πλοῦτος ἀρεταῖς δεδ. αὐτόθι 2. 96· (μέλη) δαιδαλθέντ’ ἀοιδαῖς ὁ αὐτ. Ν. 11. 23.

English (Autenrieth)

(root δαλ): elaborate skilfully, decorate.

English (Slater)

δαιδάλλω
1 embellish met. δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις μῦθοι (O. 1.29) ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν (O. 2.53) αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν (O. 5.21) μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς (sc. Ἀρισταγόραν) (N. 11.18) πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν Παρθ. 2. 31.

Greek Monolingual

δαιδάλλω (Α)
κατασκευάζω ή στολίζω με δεξιοτεχνία (α. «σάκος... δαιδάλλων» — στολίζοντας με τέχνη την ασπίδα, Όμ.
β. «μῡθοι ψεύδεσι δεδαιδαλμένοι» — λόγια με ψευτιές στολισμένα, Όμ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαίδαλος.

Greek Monotonic

δαιδάλλω: κυρίως στον ενεστ. και παρατ. (δαίδαλος),· δουλεύω περίτεχνα, τεχνουργώ, κατασκευάζω, μαστορεύω, κοσμώ, διακοσμώ ή ενθέτω με ασυνήθιστη τέχνη, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ωραιοποιώ, σε Όμηρ. — Παθ., μτχ. παρακ. δεδαιδαλμένος, σε Πίνδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: work artfully, embellish (Il.)
Other forms: only present stem
Dialectal forms: Myc. dadarejode /daidalejon-de/
Derivatives: δαίδαλμα work of art (Theoc.). - δαίδαλον n. id., ornament (Il.); Δαίδαλος name of a mythical artist (Il.), δαίδαλος artfull (A.); δαιδάλεος (Il., cf. μαρμαίρω: μαρμάρεος etc.; acc. to Leumann metrical variant to πολυ-δαίδαλος rich in ornament); also δαιδαλόεις (Q. S., like παιπαλόεις). - Denomin. δαιδαλόω (Pi.), δαιδαλεύομαι (Ph.) with δαιδαλεύτρια good artist (Lyk.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The relation between δαιδάλλω, δαίδαλος, δαίδαλον is discussed. Leumann Hom. Wörter 131ff. starts from a Mediterranean word δαίδαλον ornament, from where δαιδάλλω and the compound πολυ-δαίδαλος rich in ornament. - Others start from δαιδάλλω as an intensive reduplicated formation (with δαίδαλον etc. postverbal); cf. Schwyzer 647 and 725. From Greek one compares δέλτος and δηλέομαι, s. vv; further δάλλει κακουργεῖ H. and δόλων; see also δόλος. - From other languages several words for build, split, which are hardly relevant for Greek, e. g. Lat. dolāre hew, Skt. dár-dar(i)ti split, OIr. delb form (< *del-u̯ā) etc. Local, i.e. Pre-Greek origin seems more probable, for which Δαίδαλος is a confirmation. (Did δαιδάλλω arise from *daly-daly-?)

Middle Liddell

δαίδαλος
to work cunningly, deck or inlay with curious arts, to embellish, Hom.:—Pass., perf. part. δεδαιδαλμένος, Pind.

Frisk Etymology German

δαιδάλλω: {daidállō}
Forms: nur Präsensstamm
Grammar: v.
Meaning: kunstvoll arbeiten, verzieren (ep. poet. seit Il.)
Derivative: mit δαίδαλμα Kunstwerk (Theok. u. a.). — Daneben δαίδαλον n. kunstvolle Arbeit, Zierat (ep. poet. seit Il.), Δαίδαλος N. eines mythischen Künstlers (Il. usw.), δαίδαλος kunstfertig, kunstvoll (A. usw.); auch δαιδάλεος (ep. poet. seit Il., vgl. μαρμαίρω: μαρμάρεος usw. bei Schulze Kl. Schr. 118 A. 3; nach Leumann [s. u.] metrische Variante zu πολυδαίδαλος reich an Zierat, sehr kunstfertig); erweiternde Umbildung δαιδαλόεις (Q. S., Nonn., wie παιπαλόεις). — Vereinzelt belegte Denominativa: δαιδαλόω (Pi.), δαιδαλεύομαι (Ph.) mit δαιδαλεύτρια geschickte Arbeiterin (Lyk.).
Etymology: Das Verhältnis zwischen δαιδάλλω, δαίδαλος, δαίδαλον ist mehrdeutig. Leumann Hom. Wörter 131ff. ist geneigt, von einem Mittelmeerwort δαίδαλον Zierat auszugehen, woraus einerseits das Denominativum δαιδάλλω, anderseits das Bahuvrihikompositum πολυδαίδαλος reich an Zierat, vielverziert, als Beiwort einer Stadt oder eines Volkes als sehr kunstfertig umgedeutet; daraus wiederum das Adjektiv δαίδαλος kunstfertig, verziert, kunstvoll. — Dem gegenüber steht eine herkömmliche und an sich tadellose indog. Etymologie, nach der δαιδάλλω eine intensive Reduplikationsbildung ist, u. zw. entweder als Primärbildung (wobei δαίδαλον, δαίδαλος postverbal sein müssen) oder als Denominativum von δαίδαλον, -ος; vgl. Schwyzer 647 und 725. Aus dem Griechischen werden noch hierhergezogen δέλτος und δηλέομαι, s. dd. In Betracht kommen auch δάλλει· κακουργεῖ H. und δόλων kleines Segel, Segelstange (Plb., D. S., Poll.). S. auch zu δόλος. — Aus anderen Sprachen kommen zahlreiche Wörter der Bedeutung bebauen, spalten hinzu, die von einer Wurzel del- ausgehen, aber untereinander eine reiche Variation bieten und für die nähere Erklärung der griechischen Vertreter recht wenig abgeben, z. B. lat. dolāre behauen, bearbeiten (deverbative Iterativbildung), aind. dár-dar(ī)ti zerspalten (reduphzierte athematische Intensivbildung, vgl. δαιδάλλω, s. aber auch zu δέρω), dālayati spalten, dalati bersten, air. delb Gestalt, Form (aus *del-u̯ā), mhd. zoll m. ‘zylindrisches Holzstück usw., Zoll’, lit. dalìs Teil, Anteil, russ. dólja ib.. -Weiteres reiches, z. T. ungesichtetes Material bei WP. 1, 809ff., W.-Hofmann s. 1. dolō.
Page 1,339-340