ὠρώρειν

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Russian (Dvoretsky)

ὠρώρειν:ὀρώρειν) ppf. к ὄρνυμι.