ὡπλίσσατο
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monotonic
ὡπλίσσατο: γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. αʹ του ὁπλίζω.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ὡπλίσσατο: γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. αʹ του ὁπλίζω.