ῥέγκος

English (LSJ)

εος, τό, snoring, stertorous breathing, Hp.Acut.17, Epid. 5.55; also ῥέγχη, ἡ, Erot. s.v. διαρόγχας, and ῥέγχος, τό, Hp.Epid. 5.104, 7.77; cf. ῥέγκω.

German (Pape)

[Seite 837] τό, der im Schnarchen gehörte Ton, übh. das Schnarchen, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέγκος: -εος, τό, ἦχος ῥέγκοντος, «ῥοχάλισμα», ἰσχυρὰ ἀναπνοή, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ 1155C, 1229D· ἀλλ’ ἐν τῷ τύπῳ ῥέγχος 1215F· πρβλ. ῥέγκω ἐν τέλει, ῥεγχώδης.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. ῥέγχος.