Carthage

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

English > Greek (Woodhouse)

Καρχηδών, -όνος, ἡ.

Carthaginian, adj.: Καρχηδόνιος, Καρχηδονιακός.